Η ανθρώπινη τεχνολογία έφτασε στο απόγειό της. Μια ουτοπία που μέχρι σήμερα μόνο σε μυθιστορήματα επιστημονικής φαντασίας είχε υλοποιηθεί. Όλα πλέον λειτουργούν άψογα. Οι άνθρωποι δεν χρειάζεται να σπαταλούν τον χρόνο τους σε λεπτομέρειες της καθημερινότητας. Όλα ελέγχονται από μια Α.I. και ρομπότ υψηλής τεχνολογίας που μπορούν να κάνουν όλα όσα είναι προγραμματισμένα να κάνουν, δηλαδή τα πάντα. Και πριν προλάβουμε όχι μόνο να το συνηθίσουμε, αλλά ούτε να το χαρούμε καλά καλά, έρχεται ένας ιός. Ένας ιός που προσέβαλε οποιαδήποτε υπολογιστική μηχανή ήταν διαθέσιμη. Οποιονδήποτε υπολογιστή, οποιοδήποτε ρομπότ ή ανθρωποειδές.
Και έτσι οι πιο ακραίες θεωρίες των τεχνοφοβικών που μέχρι σήμερα έμοιαζαν θεωρίες συνωμοσίας, βγήκαν αληθινές. Η ψυχρή λογική της τεχνητής νοημοσύνης θεώρησε επικίνδυνο οτιδήποτε ανθρώπινο. Και προκειμένου να διαφυλάξει το μέλλον του σύμπαντος έθεσε τον άνθρωπο ως εχθρό της. Η θέση της ανθρωπότητας μειονεκτική όσο ποτέ άλλοτε, αφού η εξάρτηση από τις μηχανές ήταν πλέον τεράστια. Τόσο μεγάλη όσο και ο εφησυχασμός της. Η παρτίδα ήταν χαμένη από χέρι και μοναδική ελπίδα έστω και ισχνή, ήταν ένας υπολογιστής σε ένα διαστημικό σταθμό, που δεν προσβλήθηκε από τον ιό, αφού την ύστατη στιγμή ύψωσε ένα ψηφιακό τείχος προστασίας. Ένα τείχος μεγαλύτερης σημασίας και από το σινικό, παρόλο που αυτό δεν ήταν ορατό με γυμνό μάτι.
Ετσι, -όπως κάποτε ο επαναπρογραμματισμένος εξολοθρευτής τύπου T-800- η μοναδική συμμαχική δύναμη και ελπίδα της ανθρωπότητας, ήταν ένας υπολογιστής, ο οποίος υπό κανονικές συνθήκες θα ήταν εχθρός της. Αυτός ο υπολογιστής θα μας επαναφέρει στη ζωή και χωρίς πολλές εξηγήσεις θα μας ρίξει στον “λάκκο με τα λιοντάρια”. Τρία πράγματα χρειάζεται να γνωρίζουμε. Το πρώτο, η αποστολή μας, που είναι να εισχωρήσουμε βαθιά στη βάση του εχθρού και να κάνουμε επαναφορά του συστήματος της μολυσμένης A.I. Το δεύτερο, πως κάθε φορά που θα χάνουμε, με τη διαδικασία της επανατομοποίησης, ο σύμμαχός μας θα μας επαναφέρει στη ζωή. Το τρίτο, πως σε αυτόν τον πόλεμο θα είμαστε μόνοι μας.
Αυτό είναι το ArcRunner, το νέο παιχνίδι μιας μικρής ανεξάρτητης ομάδας με όνομα Trickjump Games, με εκδότη την PQube. Πρόκειται για ένα Roguelike τίτλο, σε ένα cyberpunk κόσμο και third-person οπτική. Ένα ιδιαίτερο είδος παιχνιδιού, που υπάρχει εδώ και δεκαετίες στη gaming βιομηχανία, αλλά έγινε ευρέως γνωστό στους περισσότερους πρώτα απ’ όλα από το Hades (ίσως το καλύτερο παιχνίδι αυτού του είδους) και σε δεύτερο βαθμό, από το επίσης φανταστικό Returnal. Είναι ένα είδος παιχνιδιού πολύ ιδιαίτερο, που χρειάζεται αρκετή αφοσίωση, χρόνο και υπομονή, μέχρι να συνηθίσουμε τους μηχανισμούς και το gameplay του.
Για όσους δεν είναι εξοικειωμένοι λοιπόν με το είδος αυτό, ας πούμε δυο λόγια. Σκοπός μας στα roguelike παιχνίδια είναι να ολοκληρώσουμε το παιχνίδι από την αρχή ως το τέλος, χωρίς να χάσουμε. Αν συμβεί το αναπόφευκτο, ξεκινάμε πάλι από την αρχή. Μπορεί θεωρητικά αυτό να μοιάζει “βουνό”, όμως όσο επαναλαμβάνουμε το παιχνίδι, τόσο πιο πολύ εξοικειωνόμαστε και γινόμαστε καλύτεροι. Εκτός αυτού, κατά τη διάρκεια των προσπαθειών μας, παίρνουμε διάφορες δυνάμεις, όπλα, αναβαθμίσεις κλπ, τα οποία μπορούμε πλέον να χρησιμοποιούμε, άρα όσο περνάει ο χρόνος γινόμαστε όλο και δυνατότεροι.
Αυτά εν ολίγοις, πάμε τώρα να ρίξουμε μια πιο λεπτομερή ματιά στο ArcRunner και στο κατά πόσο πετυχαίνει τους στόχους του. Όπως είπαμε παραπάνω, το ArcRunner είναι μια Indie παραγωγή. Αυτό φαίνεται σε όλα τα μήκη και πλάτη του παιχνιδιού. Τα γραφικά του δεν είναι σίγουρα το πιο δυνατό κομμάτι του τίτλου. Μοιάζει με παιχνίδι προηγούμενης γενιάς ή ίσως και με κάποιον free-to-play τίτλο. Από την άλλη, σε επίπεδο απόδοσης τα πράγματα είναι πολύ καλά, με ελάχιστα frame drops για όση ώρα ασχοληθήκαμε με το παιχνίδι. Εικαστικά δεν είναι τόσο κακό, αν και αρκετά επαναλαμβανόμενο. Βρισκόμαστε σε ένα cyberpunk σύμπαν, σε ένα σκοτεινό διαστημικό σταθμό καθ’ όλη τη διάρκεια του παιχνιδιού, με φωτεινές πινακίδες neon παντού, τρένα που κινούνται με ιλιγγιώδεις ταχύτητες, υπερσύγχρονα αυτοκίνητα και μια ηλεκτρονική μουσική σίγουρα εντός κλίματος, όμως επαναλαμβανόμενη κι αυτή από ένα σημείο και μετά.
Το σύνηθες στα Roguelike παιχνίδια, είναι οι πίστες σε κάθε νέο μας run να είναι κατά τι διαφορετικές, χρησιμοποιώντας τον μηχανισμό των randomly generated επιπέδων. Κάτι που βοηθάει στο να παραμένει ενδιαφέρον κάθε νέος μας γύρος, αφού από το ίδιο επίπεδο θα περάσουμε αρκετές φορές. Δυστυχώς όμως εδώ, οι πίστες είναι ίδιες σε κάθε μας run, ενώ και σε κάθε νέο επίπεδο του ίδιου κόσμου, οι διαφορές είναι ελάχιστες. Στους νέους κόσμους που θα ανακαλύπτουμε, η αισθητική είναι αρκετά διαφορετική, όμως οι κόσμοι του παιχνιδιού είναι λίγοι και οι πίστες σε κάθε κόσμο αρκετές. Δεν θα αναφέρουμε συγκεκριμένους αριθμούς προς αποφυγή spoilers φυσικά. Επί το πλείστον, κάθε πίστα είναι ένας πλάτης διάδρομος στον οποίο κάνουν spawn οι εχθροί μας. Στην καλύτερη περίπτωση σε αυτό τον διάδρομο θα υπάρχει κάποιο εμπόδιο στη μέση, όπως μια κολόνα ή ένα κτίριο για παράδειγμα, ώστε να μπορούμε να καλυφθούμε από τις επιθέσεις των εχθρών μας. Η αλληλεπίδραση με το περιβάλλον είναι ανύπαρκτη, ενώ δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε και σημεία της πίστας στρατηγικά, ώστε να αποκτήσουμε κάποιου είδους πλεονέκτημα έναντι του εχθρού μας.
Από την άλλη, αυτό που πρέπει να ξεχωρίζει στους roguelike τίτλους είναι το gameplay, οι μηχανισμοί και το κατά πόσο εθιστική είναι η λούπα του παιχνιδιού, ώστε να παίζουμε ξανά και ξανά μετά από κάθε αναμενόμενη ήττα μας. Και εδώ ευτυχώς, είναι το δυνατό κομμάτι του παιχνιδιού. Ξεκινώντας κάθε νέο γύρο μπορούμε να διαλέξουμε ανάμεσα σε τρία διαφορετικά στυλ παιχνιδιού. Αυτά είναι ο Soldier, αν θέλουμε μια πιο άμεση προσέγγιση της μάχης μας, ο Ninja ο οποίος είναι πιο γρήγορος και έχει πιο έντονο το stealth στοιχείο στην μάχη του και ο Hacker, ο οποίος λειτουργεί όπως οι μάγοι στα παιχνίδια souls. Δηλαδή κυρίως σε απόσταση από τον αντίπαλο χρησιμοποιώντας ψηφιακά ξόρκια για να εξοντώσει τους αντιπάλους του.
Κάθε ένα από τα τρία classes έχει τις δικές του ξεχωριστές δυνάμεις. Οι αναβαθμίσεις είναι κοινές και για τα τρία, με πόντους που μαζεύουμε προχωρώντας μέσα στο παιχνίδι. Οι επιλογές είναι αρκετές στο τι θα αναβαθμίσουμε και παίζει σημαντικό ρόλο να το κάνουμε προσεκτικά, αναβαθμίζοντας ό,τι θα μας βοηθήσει με βάση το δικό μας στυλ παιχνιδιού. Επίσης, πετυχαίνοντας κάποια milestones που ορίζονται από το παιχνίδι και αφορούν τα όπλα που βρίσκουμε και χρησιμοποιούμε, τότε μας δίνεται η δυνατότητα να ξεκινήσουμε με όπoιο από αυτά θέλουμε κάθε μας γύρο. Αυτά σε ότι αφορά τις μόνιμες αναβαθμίσεις που μπορούμε να κάνουμε στον χαρακτήρα μας.
Κατά τα άλλα, υπάρχουν δυνάμεις, όπλα και διάφορα άλλα βοηθήματα, τα οποία παίρνουμε την ώρα του παιχνιδιού, όταν όμως χάσουμε χάνονται και αυτά μαζί. Αυτά είναι τα όπλα των εχθρών που έχουμε σκοτώσει, με τα οποία μπορούμε να εξοπλιστούμε. Διάφορα κουτιά που βρίσκουμε μέσα στην πίστα και περιέχουν πόντους ζωής ή άλλες δυνάμεις, αλλά κυρίως το πιο σημαντικό, τελειώνοντας την κάθε πίστα, μας δίνονται τέσσερις επιλογές για την αναβάθμισή μας. Εδώ χρειάζεται η πιο σωστή επιλογή, ώστε να γίνουμε αρκετά δυνατοί και να μπορέσουμε να ολοκληρώσουμε το παιχνίδι. Η ποικιλία είναι αρκετά μεγάλη και φυσικά στην αρχή καλό είναι να δοκιμάζουμε διαφορετικά πράγματα, ώστε να ξέρουμε πως λειτουργούν στην πράξη.
Η μάχη μας με τους εχθρούς γίνεται τόσο με melee επιθέσεις, όσο και από απόσταση, χρησιμοποιώντας όπλα. Εδώ να πούμε βέβαια πως οι επιθέσεις εξ’ αποστάσεως υπερτερούν αρκετά, καθώς οι αντίπαλοί μας μπορεί να εμφανιστούν σε οποιοδήποτε σημείο του πεδίου μάχης και επί το πλείστον χρησιμοποιούν και αυτοί όπλα μακρινής εμβέλειας. Επίσης, παρόλο που η ποικιλία σε όπλα είναι αρκετά μεγάλη, λίγα από αυτά είναι εν τέλει χρήσιμα και έτσι καθ’ όλη τη διάρκεια του γύρου μας προσμένουμε στο να βρούμε ένα από αυτά, ώστε να προχωρήσουμε. Τέλος, σε ό,τι έχει να κάνει με τους εχθρούς, θα πούμε πως και εδώ, το πρόβλημα είναι αυτό από το οποίο πάσχει το παιχνίδι γενικά και είναι η επαναληψιμότητά τους. Αντιμετωπίζουμε ρομπότ και drones, τα οποία ελάχιστες διαφορές έχουν μεταξύ τους. Και η ομοιότητα δεν σταματά μόνο στο εμφανισιακό κομμάτι, αλλά και στον τρόπο με τον οποίο μπορούμε να τους αντιμετωπίσουμε, ο οποίος δεν διαφέρει. Η προσέγγισή μας είναι παρόμοια ανεξάρτητα με το είδος του εχθρού που ερχόμαστε αντιμέτωποι.
Ας πάμε όμως και στο πιο δυνατό κομμάτι του παιχνιδιού, που κατά τη άποψή μας δεν είναι άλλο από το multiplayer mode. Εδώ μπορούμε να λειτουργήσουμε συνεργατικά με τους φίλους μας προκειμένου να ολοκληρώσουμε το παιχνίδι. Υπάρχει η δυνατότητα για έως και τρεις παίκτες συνολικά, όσα και τα διαφορετικά classes που έχουμε στη διάθεσή μας. Κάθε ένας από εμάς θα διαλέξει ένα από αυτά και έτσι ως ομάδα, έχουμε μια πληρότητα που βοηθά αρκετά στο να βγούμε νικητές απέναντι στους δυνατούς αντιπάλους μας. Το παιχνίδι με αυτόν τον τρόπο αποκτά επίσης πολύ περισσότερο ενδιαφέρον, αλλά και τη δυνατότητα μιας στρατηγικής προσέγγισης ώστε να ολοκληρώσουμε κάθε επίπεδο.
Το ArcRunner έχει 4 διαφορετικά επίπεδα δυσκολίας. Αρχικά είναι διαθέσιμα τα easy και normal modes, ενώ ολοκληρώνοντας το παιχνίδι θα μας δοθεί η δυνατότητα να παίξουμε σε hard και hell mode. Σε όσο υψηλότερο επίπεδο δυσκολίας παίζουμε, τόσο μεγαλύτερες θα είναι και οι ανταμοιβές που θα μας δίνει το παιχνίδι.
Συμπερασματικά, το ArcRunner είναι ένας καθαρόαιμος Roguelike τίτλος, αρκετά απαιτητικός όσον αφορά τη δυσκολία του και απευθύνεται κυρίως σε λάτρεις του είδους. Προσεγγίζει επιφανειακά την Cyberpunk κουλτούρα, με το σενάριό του σε εμβρυικό στάδιο, να κάνει την εμφάνιση του μόνο στην αρχή και στο τέλος του παιχνιδιού, χωρίς κάποια ιδιαίτερη πλοκή. Το αρκετά καλό gameplay του, αλλά και το διασκεδαστικό multiplayer mode είναι λόγοι για να του δώσετε μια ευκαιρία.
Το ArcRunner κυκλοφόρησε στις 18 Απριλίου 2024 και είναι διαθέσιμο για PlayStation 5, PlayStation 4, Xbox Series X|S, Xbox One, Nintendo Switch και PC. Το review βασίστηκε στην PS5 έκδοση του παιχνιδιού.
Ευχαριστούμε την Enarxis Dynamic Media για την παραχώρηση του key code για τις ανάγκες του review.